- άτακτος
- και άταχτος, -η, -ο (AM ἄτακτος, -ον) [τάσσω]1. ακατάστατος, χωρίς τάξη2. απειθάρχητοςμσν.- νεοελλ.1. αναιδής, θρασύς2. απρεπήςνεοελλ.1. ζωηρός, ανήσυχος2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοιαυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό3. φρ. «άτακτη φυγή» ή «...υποχώρηση» — απότομη ή εσπευσμένη αποχώρηση από μάχη ή συζήτησηαρχ.1. ο μη παραταγμένος σε θέση μάχης2. (βίος) αγροίκος, απολίτιστος3. ο μη τακτικός, ο έκτακτος, ο τυχαίος4. (για σαρκικές απολαύσεις) άμετρος, άκρατος5. μαθημ. «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική λύση.
Dictionary of Greek. 2013.